τουαλετάρισμα

τουαλετάρισμα
το, -ατος
καλλωπισμός, επίσημο ντύσιμο: Αργεί στο τουαλετάρισμα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τουαλετάρισμα — το, Ν [τουαλεταρίζομαι] 1. ντύσιμο με επίσημο βραδινό φόρεμα 2. ατομική καθαριότητα και φροντίδα τού σώματος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”